- ἔδησε
- δέω 1bindaor ind act 3rd sgδέω 2lackaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
σφαλίζω — ΝΜΑ [σφαλός] νεοελλ. κλείνω μέσα, περιορίζω νεοελλ. μσν. 1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, τού τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.) 2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν… … Dictionary of Greek